1.1.09

«Η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου 1898-1990 από το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη»

Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τις 23 Φεβρουαρίου και θα είναι ανοικτά τις καθημερινές 9.00 – 13.30 & 18.00 – 21.00 και Σάββατο 9.00 – 13.30.Μέσα από 200 θέματα, επιλεγμένα με φωτογραφικά και ιστορικά κριτήρια και χωρισμένα σε 6 ενότητες, διαγράφεται η πορεία της μεγάλης Ελληνίδας φωτογράφου από το 1935 έως το 1960:

  • Τα πρώτα βήματα στη φωτογραφία, 1935-1940
  • Η ζωή στην Αθήνα μετά την κήρυξη του πολέμου, 1940-42
  • Η Πείνα, 1941- 1942
  • Κατοχή – Απελευθέρωση – Δεκεμβριανά 1941-1944
  • Η ρημαγμένη ελληνική ύπαιθρος. Η προσπάθεια ανόρθωσης της χώρας. 1945-1950
  • Η μεταπολεμική φωτογραφική απεικόνιση της Ελλάδας. 1950-1960

1935-1940: Τα πρώτα βήματα στη φωτογραφία
Κατά τα μέσα της δεκαετίας του ‘30 η Βούλα Παπαϊωάννου δοκιμάζει για πρώτη φορά τις φωτογραφικές της ικανότητες, αποτυπώνοντας με το φακό της αγάλματα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και στο Μουσείο της Ακρόπολης, τα αθηναϊκά μνημεία και χαρακτηριστικά μνημεία της σύγχρονης πρωτεύουσας, τα νησιά Σαντορίνη και Μύκονο, καθώς και ορισμένες λουτροπόλεις. Την περίοδο αυτή η Nelly’s και άλλοι γνωστοί φωτογράφοι (Αντώνης Οικονομίδης, Λέων Φραντζής κ.α.) συνεισφέρουν με το έργο τους στην πρώτη τουριστική προβολή της Ελλάδας που έχει αναλάβει το καθεστώς του Μεταξά μέσω Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού. Παράλληλα, πολλοί ερασιτέχνες φωτογράφοι ως μέλη εκδρομικών σωματείων, συγκεντρώνουν κατά τις εξορμήσεις τους, πλήθος από εικόνες της υπαίθρου.Η θεματική επιλογή των πρώτων φωτογραφικών έργων της Βούλας Παπαϊωάννου καθώς και η δομή τους ανταποκρίνονται στις ιδεολογικές και αισθητικές τάσεις που επικρατούν, συνηγορώντας υπέρ της επιθυμίας της να συγκαταλεγεί ανάμεσα στους επίσημους φωτογράφους τοπίου και αρχαιοτήτων. Στο Αρχείο της διασώζονται αρνητικά, φωτογραφίες και επιμελημένα χειροποίητα λευκώματα με επιλεγμένες εικόνες από το πρώιμο έργο της.

Η ζωή στην Αθήνα μετά την κήρυξη του πολέμου, 1940-41

Η κήρυξη του Πολέμου την 28η Οκτωβρίου του 1940 δίνει το κίνητρο στη Βούλα Παπαϊωάννου να στρέψει το φακό της στον ίδιο τον άνθρωπο, για να αναδειχθεί στη συνέχεια μία σπουδαία εκπρόσωπος της ουμανιστικής φωτογραφίας. Ενώ πολλοί συνάδελφοί της φεύγουν για το Μέτωπο, η ίδια παραμένει στην Αθήνα και απαθανατίζει τις αλλαγές στη ζωή της πόλης. Κυκλοφορώντας διακριτικά στους δρόμους φωτογραφίζει σημεία και στιγμιότυπα δηλωτικά της προσπάθειας του άμαχου πληθυσμού να αντεπεξέλθει την έκτακτη κατάσταση, αλλά και του φρονήματος των συμπολιτών της που συχνά με σκωπτική διάθεση αντιμετωπίζουν τα γεγονότα. Ακόμη, αφηγείται με σειρά φωτογραφικών εικόνων τη στρατολόγηση των ανδρών, την υποδοχή των πρώτων τραυματιών και την ετοιμασία του ρουχισμού για τους στρατευμένους. Ο φακός της πλησιάζει συγκεκριμένα πρόσωπα και συλλαμβάνει την έκφραση, το μορφασμό ή τη χειρονομία που σηματοδοτούν τη συναισθηματική φόρτιση των εικονιζομένων, αλλά και τη διακριτική συμμετοχή της ίδιας.

Η Πείνα, 1941- 1942

Μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα (27 Απριλίου 1941) και μέσα σε λίγους μήνες η πείνα αρχίζει να πλήττει τις ασθενέστερες ομάδες των πολιτών φθάνοντας στο αποκορύφωμά της το χειμώνα του 1941-΄42. Η Βούλα Παπαϊωάννου σε συνεννόηση με την Αμαλία Λυκουρέζου, υπεύθυνη της NEF (Near East Foundation-΄Ιδρυμα Εγγύς Ανατολή) στην Ελλάδα και με την κάλυψη του Ελβετού επιτετραμμένου Franco Brenni εισχωρεί σε νοσοκομεία της Αθήνας και παρά τις απαγορεύσεις των κατακτητών, φωτογραφίζει παιδιά και ενήλικες που η ασιτία είχε οδηγήσει στα πρόθυρα του θανάτου. Το φωτογραφικό αυτό υλικό διακινείται στο εξωτερικό μέσω του Ελβετικού και Διεθνή Ερυθρού Σταυρού και συμβάλλει στην άμεση αποστολή τροφίμων. Την επόμενη χρονιά, το 1943, η φωτογράφος ζητά από τον χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνό να αναλάβει το σχεδιασμό ενός χειροποίητου λευκώματος με το συγκλονιστικό αυτό υλικό, θεωρώντας ότι οφείλει να το παραδώσει στην ιστορική μνήμη της πατρίδας της. Το «Μαύρο Βιβλίο», όπως η ίδια το αποκαλεί, περιλαμβάνει 83 φωτογραφίες με πορτραίτα αποσκελετωμένων παιδιών και ενηλίκων επικολλημένες σε 56 φύλλα από μαύρο χαρτόνι. Στο πρώτο φύλλο υπάρχει ο κολοφώνας «Φωτογραφίες Β.Παπαϊωάννου/σελίδωση και τίτλοι Γιάννη Κεφαλληνού/copyright Β.Παπαϊωάννου/Αθήνα 1943», στο δεύτερο, ο τίτλος «Ελλάς 1941-42» ανάγλυφος εν είδει επιτύμβιας επιγραφής, στο τρίτο, το πορτραίτο ενός παιδιού και στο τέταρτο, πάλι με ανάγλυφους χαρακτήρες το απόσπασμα απο τις «Τρωάδες» του Ευρυπίδη «Τί με χρή σιγάν; Τί δε μη σιγάν; Τί δε θρηνήσαι;»

Κατοχή – Απελευθέρωση – Δεκεμβριανά 1941-1944

Καθώς φτάνει η πρώτη βοήθεια σε τρόφιμα με το τουρκικό πλοίο «Κουρτουλούς» και στη συνέχεια με σουηδικά πλοία προκειμένου να αντιμετωπιστεί το επισιτικό πρόβλημα της Αθήνας, η Βούλα Παπαϊωάννου παρακολουθεί όλη την προσπάθεια της διανομής τους σε χώρους οργανωμένων συσσιτίων και στα Κέντρα Γάλακτος που λειτουργούν στην Αθήνα και τον Πειραιά, κάτω από την εποπτεία της Αμαλίας Λυκουρέζου, δηλώνοντας μέσα από τις εικόνες της τον αγώνα μιάς ολόκληρης πόλης για την επιβίωσή της.

Την ημέρα της Απελευθέρωσης (12 Οκτωβρίου 1944), βγαίνει με τη μηχανή της στους δρόμους στους δρόμους για να απαθανατίσει τις εκδηλώσεις χαράς και τους πανηγυρισμούς του αθηναϊκού λαού. Γρήγορα όμως αποτραβιέται από το γενικό παραλήρημα και σπεύδει στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν, για να φυλάξει στο φιλμ της τα μηνύματα που είχαν γράψει στους τοίχους οι μελλοθάνατοι, αυτοί που δεν υπήρχαν πια. Οι αιματηρές αδελφοκτόνες συγκρούσεις που ξεσπούν στην Αθήνα το Δεκέμβριο του ‘44, δεν αποτυπώνονται από το φακό της. Αναφορά στις ολέθριες συνέπειές τους αποτελούν οι φωτογραφικές απόψεις του τραυματισμένου αστικού τοπίου, η μακάβρια αναγνώριση νεκρών από τις ομαδικές εκταφές στην Καισαριανή και το Περιστέρι και η υποδοχή ομήρων του ΕΛΑΣ (Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός).

Η ρημαγμένη ελληνική ύπαιθρος. Η προσπάθεια ανόρθωσης της χώρας. 1945-1950

Μετά το τέλος του πολέμου, καθώς η Ελλάδα δέχεται την ξένη βοήθεια για να ορθοποδήσει, η Βούλα Παπαϊωάννου εργάζεται για ένα χρόνο περίπου (Απρίλιος 1945 – Αύγουστος 1946) ως φωτογράφος της UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration). Το διάστημα αυτό, συμμετέχει σε δύσκολες αποστολές στην ελληνική ύπαιθρο ανταποκρινόμενη με συνέπεια στις υποδείξεις του εντολέα της, που στοχεύουν τόσο στην καταγραφή των συνθηκών ζωής του αγροτικού πληθυσμού όσο και στη τεκμηρίωση της παρεχομένης βοήθειας (διανομή ρουχισμού, πρόχειρα ιατρεία, αγροτικά μηχανήματα). Ταυτόχρονα, όπως και άλλοι μεγάλοι φωτογράφοι που εργάζονται κάτω από ανάλογες συνθήκες, αφήνει τη ματιά της ελεύθερη να συνθέσει την εικόνα της μεταπολεμικής Ελλάδας στρέφοντας το φακό της στα ξυπόλητα παιδιά, στα πέτρινα πρόσωπα των μαυροντυμένων γυναικών, στα κατεστραμμένα χωριά και στην καμμένη γη.

Στη συνέχεια (1947-48 ) μαζί με άλλους Έλληνες φωτογράφους παρέχει τις υπηρεσίες της στις οικονομικές αμερικανικές αποστολές AMAG (American Mission for Aid in Greece) και ECA (Economic Cooperation Administration), αλλά και σε άλλους κρατικούς φορείς, ενώ ο εμφύλιος εξαπλώνεται σ’όλη τη χώρα. Οι φωτογραφίες της από τα πρόχειρα καταλύματα για τη στέγαση των εκτοπισμένων του εμφυλίου στην Ήπειρο και από τις Παιδουπόλεις, παραπέμπουν στις κοινωνικές πληγές που προκάλεσε.

Η μεταπολεμική φωτογραφική απεικόνιση της Ελλάδας. 1950-1960

Στη δεκαετία του ‘50 μέσα στο πνεύμα αισιοδοξίας που επικρατεί σε όλο τον κόσμο μετά τον Πόλεμο, η Βούλα Παπαϊωάννου στρέφει τη μηχανή της και πάλι προς το ελληνικό τοπίο, ειδικότερα μάλιστα προς τα νησιά που έχουν ήδη καθιερωθεί ως ο ιδανικός τόπος διακοπών. Καταξιωμένη πλέον, είναι σημαντικό μέλος της ΕΦΕ (Ελληνική Φωτογραφική Εταιρεία), συμμετέχει σε εκθέσεις, συνεργάζεται με τον ΕΟΤ (Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού) και με εκδοτικούς οίκους. Με δική της πρωτοβουλία απευθύνεται στο Γεωγραφικό Ινστιτούτο της Novara στην Ιταλία και εκδίδει τα λευκώματα Hellas. Το έργο της όμως διαδίδεται κυρίως με τις εκδόσεις La Grèce à Ciel Ouvert (1953) και Iles Grecques (1956), του γνωστού οίκου της Λωζάνης Claire Fontaine/Guilde de Livre, που κυκλοφορούν μαζί με λευκώματα υπογεγραμμένα από τους φωτογράφους Henri Cartier Bresson, Izis, Paul Strand, Robert Doisneau. Τα σημαντικά αυτά βιβλία αναδεικνύουν την πρόθεση της Παπαϊωάννου να προσεγγίσει το ελληνικό τοπίο και ιδιαίτερα τον αιγαιοπελαγίτικο χώρο ως προς την ιστορική και πνευματική του διάσταση, μέσα από την προσωπική της ευαισθησία, με διακριτικές εικονογραφικές και φορμαλιστικές καινοτομίες, αλλά και με διεισδυτική ματιά προς τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του.

Λίγα λόγια για την Βούλα Παπαϊωάνου από το Μουσείο Μπενάκη:

Η Βούλα Παπαϊωάννου μυήθηκε στην τέχνη της φωτογραφίας στα μισά της δεκαετίας του 1930 ασκούμενη κατ’ αρχάς με επιτυχία σε λήψεις τοπίου, μνημείων και αρχαιολογικών εκθεμάτων.Στροφή στην πορεία του έργου της αποτέλεσε η κήρυξη του πολέμου του ‘40 και ιδιαίτερα τα δεινά του άμαχου πληθυσμού της Αθήνας, κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, που ενεργοποίησαν την κοινωνική συνείδηση της φωτογράφου. Έγινε μάρτυρας στον αποχαιρετισμό των στρατευμένων, στις ετοιμασίες της πόλης για την αντιμετώπιση των εκτάκτων αναγκών και στη φροντίδα των πρώτων τραυματιών. Όταν η πείνα έπληξε την πρωτεύουσα, κατήγγειλε τη φρίκη του πολέμου με τις συγκλονιστικές μορφές των αποσκελετωμένων παιδιών.


Μετά την Απελευθέρωση ως υπεύθυνη του φωτογραφικού τμήματος της UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration) περιηγήθηκε τη ρημαγμένη ελληνική ύπαιθρο και κατέγραψε τις δύσκολες συνθήκες επιβίωσης των κατοίκων της. Ξεφεύγοντας συχνά από τις εντολές της υπηρεσίας της, απαθανάτισε προσωπικές ιστορίες και φυσιογνωμίες απλών ανθρώπων που παραπέμπουν μάλλον στην αξιοπρέπεια παρά στην εξαθλίωση.


Στη δεκαετία του ‘50 το έργο της εκφράζει την αισιοδοξία που επικρατούσε μετά τον πόλεμο για το μέλλον της ανθρωπότητας και ιδιαίτερα την τάση στην επάνοδο των παραδοσιακών αξιών. Πέρα από κάθε προηγούμενη ρομαντική προσέγγιση, αποτύπωσε και πάλι το ελληνικό τοπίο με τα σημάδια της ιστορίας του και τους κατοίκους της υπαίθρου.

Η Βούλα Παπαϊωάννου εντάσσεται στο ρεύμα της «ανθρωπιστικής φωτογραφίας» που αναπτύχθηκε ως αντίδοτο της κατάλυσης των ανθρωπίνων αξιών εξαιτίας του πολέμου. Ο αγώνας των συμπατριωτών της για επιβίωση, όπως αποτυπώθηκε από το φακό της με σεβασμό, καθαρή ματιά και διακριτική συμμετοχή, αποκτά παγκοσμιότητα και αντανακλά την πίστη στη δύναμη του απλού ανθρώπου και στην αξία της ζωής.

…….. English version ……..

As of last Friday the 23rd of January there is an exhibition of the work of the photographer Voula Papaioannou at Heraklion. It is hosted at Vasiliki Agiou Markou up to the 23rd of February.
Opening hours Mon. – Fri. 9:00 – 13:30 & 18:00 – 21:00 Sat. 9:00-13:30. Admission FREE.

A few words about Voula Papaioannou:


Voula Papaioannou began working as a photographer during the 1930s, concentrating at first on studies of landscapes, monuments and archaeological exhibits.

The outbreak of war in 1940 marked a turning point in her career, as she was intensely affected by the suffering of the civilian population of Athens. Realising the power of her camera to arouse people’s conscience, she documented the troops departing for the front, the preparations for the war effort, and the care received by the first casualties. When the capital was in the grip of starvation, she revealed the horrors of war in her moving photographs of emaciated children.

After the liberation, as a member of the photographic unit of UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration), she toured the ravaged Greek countryside recording the difficult living conditions faced by its inhabitants. She often exceeded her brief, immortalising the faces and personal stories of ordinary people in photographs that stressed dignity rather than suffering.

During the 1950s Papaioannou’s work expressed the optimism that prevailed in the aftermath of the war with respect to both the future of mankind and the restoration of traditional values. Nevertheless, her photographs of the historic Greek landscape are not in the least romantic, but instead portray it as harsh, barren, drenched in light, and its inhabitants proud and independent, despite their poverty.


Voula Papaioannou’s work represents the trend towards “humanitarian photography” that resulted from the abuse of human rights during the war. Her camera captured her compatriots’ struggle for survival with respect, clarity, and a degree of personal involvement that transcends national boundaries and reinforces one’s faith in the strength of the common man and the intrinsic value of human

Δεν υπάρχουν σχόλια: